- στύφου
- στύ̱φου , στύφωcontractpres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)στύ̱φου , στύφωcontractimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυφοῦ — στυφός astringent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστύφω — ἐπιστύφω (Α) 1. (για φαγητά) προκαλώ το αίσθημα τού στυφού («ἐπιστύφοντα βρώματα») 2. ενοχλώ («τραχύτητας, ἐπιστυφούσας τήν άκοήν») 3. κατηγορώ, ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στύφω «κάνω κάτι στυφό»] … Dictionary of Greek
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
προαποστύφω — Α επιθέτω προηγουμένως κάτι στυπτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποστύφω «έχω την ιδιότητα, δημιουργώ το αίσθημα τού στυφού»] … Dictionary of Greek
στυφάδα — η, Ν (για τροφή) η ιδιότητα τού στυφού, στυφή γεύση («τα λεμόνια έχουν κάποια στυφάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στυφός + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
στυφότητα — η / στυφότης, ητος, ΝΜΑ [στυφός] νεοελλ. μσν. (για εδώδιμα) η ιδιότητα τού στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα μσν. αρχ. μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα αρχ. πυκνότητα, στερεότητα … Dictionary of Greek